βρικόλακας — ο και βρυκόλακας και βρυκόλαξ και βουρκόλακας και βουλκόλακας και βουρβούλακας 1. ο νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και κακοποιεί τους ζωντανούς 2. αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα σε έρημους τόπους 3. κάποιος που φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις και … Dictionary of Greek
βρικόλακας ή βρυκόλακας — Πρόσωπο της λαογραφίας. Πρόληψη διαδεδομένη σε πολλούς λαούς, σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα που έχουν πεθάνει, διατηρούν το πτώμα τους ανέπαφο ρουφώντας το αίμα ζωντανών υπάρξεων. Από την άποψη της θρησκειολογίας, η πρόληψη αυτή… … Dictionary of Greek
βρικολακιάζω — [βρικόλακας] 1. γίνομαι βρικόλακας 2. (η μτχ. παθ. παρκμ.) βρικολακιασμένος, η α) αυτός που έγινε βρικόλακας β) ο καταραμένος και μετά τον θάνατό του, αυτός που είθε να γίνει βρικόλακας … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Αλύβας — Μυθολογικό πρόσωπο. Βρικόλακας που εμφανιζόταν, κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, στην περιοχή της ελληνικής αποικίας Τέμεσας. Λεγόταν και Ήρως ή Α. Ήρως. Πίστευαν ότι ήταν o βρικόλακας του Πολίτη, ο οποίος είχε βιάσει μια παρθένα και… … Dictionary of Greek
Vrykolakas — Les vrykolakas (en grec moderne : βρικόλακας ou βρυκόλακας vrikólakas, en aroumain : vurculatsili, en roumain : vârcolaci, en bulgare : Върколак Vyrkolak, en russe : Врыколак vrykolak) parfois transcrit broucolaque en… … Wikipédia en Français
βουρκόλακας — ο βλ. βρικόλακας … Dictionary of Greek
βρικολάκιασμα — το [βρικολακιάζω] το να γίνει κάποιος βρικόλακας … Dictionary of Greek
βρυκόλακας — (18ος αι.). Αρματολός της Ρούμελης που έχει εμπνεύσει πολλά δημοτικά τραγούδια. Ένα από αυτά μας πληροφορεί ότι ο Β. ήταν σύγχρονος του Χρήστου Μηλιώνη και του Βλαχαρμάτα, σε ένα άλλο όμως παρουσιάζεται ως σύγχρονος του Θύμιου Μπαλάσκα. Σύμφωνα… … Dictionary of Greek
κακανθρωπίζω — και κακαθρωπίζω (Μ) 1. γίνομαι κακός άνθρωπος 2. γίνομαι βρικόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κακάνθρωπος (< κακ(ο) * + ἄνθρωπος) + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek