βρικόλακας

βρικόλακας
ο
1. νεκρός που, κατά τη λαϊκή πρόληψη, ξαναζωντανεύει και βγαίνει από τον τάφο, για να κάνει κακό στους ζωντανούς.
2. αυτός που αγρυπνεί και περιπλανιέται τη νύχτα: Τις νύχτες δεν κοιμάται και γυρίζει σαν βρικόλακας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρικόλακας — ο και βρυκόλακας και βρυκόλαξ και βουρκόλακας και βουλκόλακας και βουρβούλακας 1. ο νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και κακοποιεί τους ζωντανούς 2. αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα σε έρημους τόπους 3. κάποιος που φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις και …   Dictionary of Greek

  • βρικόλακας ή βρυκόλακας — Πρόσωπο της λαογραφίας. Πρόληψη διαδεδομένη σε πολλούς λαούς, σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα που έχουν πεθάνει, διατηρούν το πτώμα τους ανέπαφο ρουφώντας το αίμα ζωντανών υπάρξεων. Από την άποψη της θρησκειολογίας, η πρόληψη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • βρικολακιάζω — [βρικόλακας] 1. γίνομαι βρικόλακας 2. (η μτχ. παθ. παρκμ.) βρικολακιασμένος, η α) αυτός που έγινε βρικόλακας β) ο καταραμένος και μετά τον θάνατό του, αυτός που είθε να γίνει βρικόλακας …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • Αλύβας — Μυθολογικό πρόσωπο. Βρικόλακας που εμφανιζόταν, κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, στην περιοχή της ελληνικής αποικίας Τέμεσας. Λεγόταν και Ήρως ή Α. Ήρως. Πίστευαν ότι ήταν o βρικόλακας του Πολίτη, ο οποίος είχε βιάσει μια παρθένα και… …   Dictionary of Greek

  • Vrykolakas — Les vrykolakas (en grec moderne : βρικόλακας ou βρυκόλακας vrikólakas, en aroumain : vurculatsili, en roumain : vârcolaci, en bulgare : Върколак Vyrkolak, en russe : Врыколак vrykolak) parfois transcrit broucolaque en… …   Wikipédia en Français

  • βουρκόλακας — ο βλ. βρικόλακας …   Dictionary of Greek

  • βρικολάκιασμα — το [βρικολακιάζω] το να γίνει κάποιος βρικόλακας …   Dictionary of Greek

  • βρυκόλακας — (18ος αι.). Αρματολός της Ρούμελης που έχει εμπνεύσει πολλά δημοτικά τραγούδια. Ένα από αυτά μας πληροφορεί ότι ο Β. ήταν σύγχρονος του Χρήστου Μηλιώνη και του Βλαχαρμάτα, σε ένα άλλο όμως παρουσιάζεται ως σύγχρονος του Θύμιου Μπαλάσκα. Σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

  • κακανθρωπίζω — και κακαθρωπίζω (Μ) 1. γίνομαι κακός άνθρωπος 2. γίνομαι βρικόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κακάνθρωπος (< κακ(ο) * + ἄνθρωπος) + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”